- δυσθαλπής
- δυσθαλπής, -ές (Α)1. αυτός που δύσκολα θερμαίνει, ο παγερός2. ο υπερβολικά θερμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσθαλπέα — δυσθαλπής hardtowarm neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυσθαλπής hardtowarm masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθαλπέος — δυσθαλπής hardtowarm masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek